Ένα από τα κορυφαία γεγονότα της ζωής των Ποντίων ήταν ο γάμος. Στους Έλληνες του Πόντου πιο διαδεδομένος ήταν ο όρος «χαρά», που υπογράμμιζε το χαρμόσυνο αυτό γεγονός.
Οι Πόντιοι πάντρευαν τα παιδιά τους σε νεαρή ηλικία. Κατάλληλη ηλικία για το νέο θεωρούταν από το 16ο έως το 25ο έτος, ενώ για την κοπέλα από το 14ο έως το 20ό έτος. Βέβαια δεν ήταν απίθανο οι νέοι και οι νέες να οδηγηθούν στο γάμο πριν την προαναφερθείσα ηλικία. Όταν οι κοπέλες έφταναν στην ηλικία των 20 ετών και δεν είχαν παντευετεί, θεωρούνταν γεροντοκόρες.
Το μελλοντικό ζευγάρι δεν είχε κανένα λόγο στην επιλογή του/ της συντρόφου. Το λόγο τον είχαν αποκλειστικά και μόνο οι γονείς του ζευγαριού. Η ημερομηνία του γάμου οριζόταν από κοινού από τους γονείς του γαμπρού και της νύφης στο λογόπαρμα και η ημέρα ήταν πάντα Κυριακή. Για την ημερομηνία του γάμου πέρα από τους γονείς έπρεπε να είναι σύμφωνος και ο ιερέας που θα τελούσε το μυστήριο, καθώς οι διωγμοί των ιερέων επί Τουρκοκρατίας έκαναν την ανεύρεσή τους δύσκολη και τη διαθεσιμότητά τους σπάνια.
Από την Τετάρτη μέχρι την Παρασκευή πριν την Κυριακή του γάμου δύο παλικάρια έβγαιναν στους δρόμους του χωριού με λύρα, ένα μπουκάλι ούζο, ένα ποτήρι ή με κεριά και καλούσαν όλο τον κόσμο στο γάμο. Τους συγγενείς τους καλούσαν με ένα μαντήλι, με κάλτσες ή με πετσέτες.
Από το πρωί του Σαββάτου ξεκινούσαν οι διαδικασίες για την υποδοχή και περιποίηση των καλεσμένων. Μόλις τελείωναν οι διαδικασίες αυτές ξεκινούσε το γλέντι. Καθώς περνούσε η ώρα και βράδιαζε, οι συγγενείς και φίλοι του γαμπρού έπαιρναν το λυράρη και πήγαιναν χορεύοντας στο σπίτι του κουμπάρου. Στο δρόμο για το σπίτι του κουμπάρου προπορευόταν ένας στενός φίλος του κρατώντας στο χέρι του έναν ζωντανό κόκορα, δείγμα ξεχωριστού και τιμητικού προσκαλέματος. Μετά την παραλαβή του ζωντανού προσκλητηρίου, οι συγγενείς του κουμπάρου πρόσφεραν στους καλεσμένους ούζο και διάφορα εδέσματα και, ύστερα από ένα σύντομο γλέντι, επέστρεφαν όλοι μαζί στο σπίτι του γαμπρού για να συνεχίσουν. Όπως στο σπίτι του γαμπρού, έτσι και στης νύφης γινόταν μεγάλο γλέντι. Στη συνέχεια ο γαμπρός, ο κουμπάρος και οι συγγενείς πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, όπου της δώριζαν διάφορα αντικείμενα. Μετά το δώρισμα, ακολουθούσε φαγοπότι στο σπίτι της νύφης.
Την Κυριακή το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία ξεκινούσαν οι προετοιμασίες του γαμπρού και της νύφης. Οι φίλες της νύφης την προετοίμαζαν για τον γαμπρό, της έφτιαχναν τα μαλλιά και τραγουδούσαν. Από την άλλη οι φίλοι του γαμπρού τον ξύριζαν με τη συνοδεία λύρας και τραγουδούσαν «ξυρίστε ατόν, στολίστε ατον, επάρτε ατον κι ας πάμε». Ακολουθούσε το «νυφέπαρμα», όπου ο γαμπρός με τη συνοδεία των συγγενών, των φίλων του και του κουμπάρου πήγαιναν να πάρουν τη νύφη με τα όργανα και με τραγούδι. Σε κάποια στενάκια κάθονταν οι γειτόνισσες της νύφης και έφραζαν το δρόμο με σχοινί για να μην περάσουν και μόνο όταν τους έδιναν γενναίο φιλοδώρημα τους ελευθέρωναν. Στο σπίτι το γαμπρό περιμένε η πεθερά με ένα φούστουρον (από εκεί βγήκε η φράση «γαμπρέ φούστουρον τρώς;»). Ο κουμπάρος έδινε φιλοδώρημα στις φίλες της νύφης για να την αφήσουν να φύγει από το σπίτι. Καθώς κατέβαινε η νύφη τα σκαλοπάτια του πατρικού της βοηθούμενη από τα αδέλφια της, ο λυράρης τραγουδούσε ένα αργό και συγκινητικό τραγούδι, που μιλούσε για τον αποχωρισμό της νύφης από τους δικούς της και το σπίτι της.
Σήμερον μαύρος ουρανός σήμερον μαύρ’ ημέρα σήμερα θα χωρίουνταν μάνα και θυγατέρα. Οσήμερον το κόρασον δύο καρδόπα έχει τ’ έναν αφήνει σοι’ κυρού και τ’ άλλο παιρ’ και πάγει. Οσήμερον το κόρασον δύο πορτόπ’ ανοίγει τ’ έναν ανοίγει και ν’ εμπαίν’ τ’ άλλο σπαλεί και πάγει. Άφσον κόρη, την μάναν σου και ποίσον άλλεν μάναν. Άφσον, κόρη, τον κύρη σου και ποίσον άλλον κύρην. Άφσον, κόρη, τα’ αδέλφα σου και ποίσον άλλ’ αδέλφα.
Έπειτα το ζευγάρι πήγαινε στην εκκλησία χορεύοντας για να ξεκινήσει το μυστήριο. Στο τέλος του μυστηρίου σήκωναν τον κουμπάρο, τον τσιμπούσαν με καρφίτσες και του έλεγαν «κουμπάρε, τάξον» και μόνο όταν τους έταζε μουχαπέτ τον άφηναν ξανά κάτω. Ύστερα περνούσαν όλοι οι καλεσμένοι και εύχονταν στο ζευγάρι να ζήσουν και στον κουμπάρο να είναι πάντα άξιος. Κατόπιν όλοι μαζί χόρευαν μπροστά στους νεόνυμφους και πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού.
Εκεί περίμενε η πεθερά και ο πεθερός τη νύφη με γλυκό του κουταλιού, χρυσαφικά και ένα καλό ύφασμα για φόρεμα. Η πεθερά έδινε γλυκό στη νύφη για να λέει γλυκά λόγια. Μετά την στόλιζε με τα χρυσαφικά και περνούσε το ύφασμα πάνω από τους νεόνυμφους. Ακόμη η πεθερά, για να δοκιμάσει τη δύναμη της νύφης, τοποθετούσε ανάποδα στο κατώφλι ένα πιάτο και καλούσε τη νύφη να το σπάσει με το πόδι της. Μετά το σπάσιμο του πιάτου, πεθερός και πεθερά φιλούσαν την καινούρια θυγατέρα και το γιο τους, τους έδιναν τις ανάλογες ευχές και τους οδηγούσαν στο δωμάτιό τους.
Έπειτα ακολουθούσε το «θήμιγμαν». Εφτά πρωτοστέφανα ζευγάρια και ένα επιπλέον άτομο (το τεκ) συγκροτούσαν έναν κυκλικό χόρο. Κάθε ζευγάρι κρατούσε μια αναμμένη λαμπάδα. Το τραγούδι που συνόδευε το χορό είχε τους εξής στίχους:
Εφτά ζευγάρια και το τεκ Κρατούνε τα λαμπάδας Κι νύφε εσέβεν’ς σο χορόν Με τοι παρανυφάδας.
Μετά έμπαιναν στο χορό και οι καλεσμένοι και συνεχιζόταν το γλέντι. Το πρωί της Τρίτης η νύφη έπερνε ένα γκιούμι νερό και μία πετσέτα και με μια φίλη της πήγαινε να πλύνει τα πόδια των συγγενών. Αφού έπλενε τα πόδια τους, τους φορούσε κάλτσες και τους έκανε δώρα. Έτσι τελείωνε ο ποντιακός γάμος.
Πηγές: http://3lyk-polichn.thess.sch.gr/pleiades/pages/pontioi.htm
http://www.pontos-news.gr/pontic-article/3293/gamos-stefanoman
http://www.pontioi.gr/index.php/2009-11-11-11-32-29/2009-12-07-19-36-27