Ποντιακά Κάλαντα Χριστουγέννων

Ο πλούτος των αποχρώσεων και διαφοροποιήσεων των ελληνικών εθίμων αποτυπώνεται και στα Ποντιακά κάλαντα, που αποτελούν ακόμη ένα αποδεικτικό στοιχείο της διάσωσης πολλών Βυζαντινών εθίμων από τους Πόντιους.

Τα Ποντιακά Κάλαντα συνοδεύονταν από την πατροπαράδοτη ποντιακή λύρα και τα έψελναν μικροί και μεγάλοι, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες. Επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού, την παραμονή ή ανήμερα της γιορτής, κυρίως μετά τη δύση του ήλιου. Καθώς όμως τα περισσότερα χωριά του Πόντου βρίσκονταν σε ορεινές περιοχές και τα κάλαντα ψέλνονταν κατά τη χειμερινή περίοδο, οι μορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες ανάγκαζαν μικρούς και μεγάλους να ψέλνουν τα κάλαντα και κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Οι «καλαντάδες» (ραψωδοί) εκτός από τη συνοδεία της λύρας, φρόντιζαν να φέρνουν μαζί τους και ένα στολισμένο καράβι, φτιαγμένο από χαρτόνι και λεπτό σανίδι για να εντυπωσιάσουν τους νοικοκυραίους.

Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του Θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησής Του, μέχρι τη στιγμή της Σύλληψής Του, χωρίς όμως να προχωρούν και στη Θανάτωσή Του, καθώς κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.

Οι νοικοκυραίοι ανάλογα με την περιοχή έδιναν στους καλαντάδες φρούτα, ξηρούς καρπούς (καρύδια, φουντούκια, σταφίδες κλπ.), αλλά ακόμη κι αυγά, βούτυρο, καβουρμά και πληγούρι. Σε περιοχές όπως η Σάντα, που δεν είχε πολλά οπωροφόρα δέντρα, τα δώρα ήταν αποκλειστικά φρούτα, ενώ στην Ορτού συνήθιζαν να βάζουν πάνω στα φρούτα και μερικές δεκάρες. Ένα άλλο δώρο που συνήθιζαν να δίνουν, κυρίως στην Γαράσαρη, ήταν τα «κολόθα», μικρά τσουρέκια που έμοιαζαν με γλυκό ψωμί.

Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον
χα, καλή ώρα, καλή σ’ ημέρα
Χα, καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν.

Οψέ γεννέθεν, ουρανοστάθεν,
το εγέννεσεν η Παναΐα
το ανέστεσεν Αεί Παρθένος.

Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
και εκατήβεν σο σταυροδρόμι.
Σταυροδρόμι και μοιροδρόμι.

Έρπαξαν άτόν οι χιλ’ Εβραίοι
χίλ’ Εβραίοι και μύρ’ Εβραίοι (x2).

Ασ’ ακρέντικα κι άσ’ σην καρδίαν
αίμαν έσταξεν, χολήν κι εφάνθεν.
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.

Εμυρίστεν ατ’ ο κόσμον όλεν
για μυρίστ’ άτό και σύ αφέντα.
Σύ αφέντα μ’, καλέ μ’ αφέντα.

Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρια
και θυμίζνε το νοικοκύρην
νοικοκύρη μ και βασιλέαν.

Δέβα σο ταρέζ και έλα σην πόρτα
δως μας ούβας και λεφτοκάρια
κι αν ανοι’εις μας χαραν σην πόρτα ‘σ.
(Καλά Χριστούγεννα και εις έτη πολλά)

Πηγή:
https://el.wikipedia.org/wiki/