Μέρος της Ποντιακής μουσικοχορευτικής παράδοσης είναι αναμφισβήτητα τα μουσικά όργανα που συνοδεύουν το χορό και το τραγούδι: ο κεμεντζές (Ποντιακή λύρα), ο κεμανές, το ταούλ (νταούλι), ο ζουρνάς, το αγγείο ή τουλούμ’ και το γαβάλ’.
Η Λύρα (ή κεμεντζές στα Ποντιακά) ήταν και είναι το κύριο όργανο των Ποντίων. Ιδίως τα περίφημα μουχαπέτια γίνονται μόνο με λύρα. Η λέξη «κεμεντζές» προέρχεται από την τουρκική και σημαίνει λύρα. Οι καλύτερες λύρες κατασκευάζονται από ξύλο δαμασκηνιάς (κοκκύμελο) όπως λέει και το σχετικό ποντιακό δίστιχο. Το μέγεθος της λύρας (κεμεντζές) είναι συνήθως 45-60 εκατοστά. Από το λαιμό (γούλα) μέχρι το σημείο όπου τοποθετείται ο γάιδιαρον είναι τα δύο τρίτα του μεγέθους της λύρας χωρίς το κεφάλι, το δε πλάτος της είναι 7-11 εκατ., όσο και το μέγεθος του λαιμού.Στην περιοχή της Ματσούκας(Τραπεζούντα) συναντάμε τις πιο μακρόστενες και υψίφωνες (ζιλ) λύρες του Πόντου. Παίζονται με το τοξάρ’(δοξάρι), που παλαιότερα είχε τρίχες ουράς αρσενικού αλόγου, ώστε να μην είναι καμένες από τα ούρα. Ο κεμεντζές παίζεται συνήθως μόνος του και σε κλειστούς χώρους. Στους ανοιχτούς χώρους μπορούσαν να παίζουν δύο και περισσότεροι κεμεντζέδες μαζί, χρησιμοποιώντας καμιά φορά ως όργανο συνοδείας το νταούλι (ταούλ).
Παραλλαγή της λύρας είναι ο κεμανές. Μοιάζει πολύ στο σχήμα με τη λύρα αλλά είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος και έχει πέντε κύριες χορδές (ενώ η λύρα έχει τρεις) και τρεις βοηθητικές. Διαφέρει σημαντικά από τη λύρα στο «κεφάλι».
Το ταούλ είναι το όργανο που δίνει το ρυθμό στο χορό. Η λέξη προέρχεται από την τουρκική και σημαίνει τύμπανο. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως στους ανοιχτούς χώρους λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, λιγότερο δε στους κλειστούς όπου έπαιζαν πιο μαλακά για να μην σκεπάζει τον ήχο των άλλων οργάνων, ιδίως του κεμεντζέ (λύρα). Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τη σωματική διάπλαση του οργανοπαίχτη. Το ξύλο που χρισιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν από καστανιά, για την οποία πίστευαν ότι παράγει τον καλύτερο ήχο. Το δέρμα της μιας πλευράς με το δέρμα της άλλης διαφέρουν στο πάχος για καλύτερο ήχο.Το χτύπημα στο νταούλι γίνεται με δύο ξύλα: το χοντρό που ονομάζεται κοπάλ΄ (κόπανος) και το λεπτό βίτσα (βέργα). Το κοπάλ΄ χτυπάει πάντα στην πλευρά που είναι το χοντρό δέρμα που δίνει το βαρύτερο ήχο (τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου). Στην απέναντι πλευρά χτυπάει η βίτσα για οξύτερο ήχο (τους αδύνατους χρόνους του μέτρου).
Ο ζουρνάς είναι η εξέλιξη του αρχαίου οξυαύλου. Συναντάται σε πολλά σχήματα. Ήταν το ιδανικότερο όργανο σε συνδυασμό με το ταούλ για υπαίθριες εκδηλώσεις, λόγω του διαπεραστικού του ήχου σε εποχές όπου δεν υπήρχαν ηχητικά συστήματα. Η λέξη προέρχεται από την τουρκική.
Μαζί με το ζουρνά, το αγγείον (τουλούμ) είναι το κατεξοχήν μουσικό όργανο για ανοιχτούς χώρους, και όχι μόνο. Μετά τον κεμεντζέ ήταν το πιο διαδεδομένο και το πιο αγαπητό όργανο στους Πόντιους του Ανατολικού Πόντου. Καλός τουλουμτζής ήταν αυτός που, όπως στα υπόλοιπα μουσικά όργανα, μπορούσε την ώρα που παίζει να κινείται ελεύθερα, να χορεύει και με προτροπές να ξεσηκώνει τον κόσμο. Πολλοί οργανοπαίχτες αυτού του είδους, μέσα στην έξαρση και την έξαψη του χορού και του ποτού, ξάπλωναν πάνω στο δρόμο και έπαιζαν παρασύροντας τους χορευτές σε ξέφρενους ρυθμούς. Το όργανο αυτό αποτελείται από τα εξής μέρη:
1. Το ποστ΄ (δέρμα ζώου, ασκί)
2. Τη στομωτήρα ή φυσερόν (επιστόμιο)
3. Το αγγόξυλον ή νάβ, μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένα παράλληλα τα δύο καλάμια με τα τσιμπόνια (γλωσσίδια) που παράγουν τον ήχο.
Τέλος, το γαβάλ’ ή χειλιαύριν (φλογέρα) ήταν κατεξοχήν ποιμενικό όργανο, το οποίο συντρόφευε τους βοσκούς τις ώρες της μοναξιάς τους. Σε παρέες χρησιμοποιούταν για επιτραπέζιους σκοπούς και λιγότερο για να συνοδεύσει χορό, λόγω της μονοφωνικότητάς του (παίζει μόνο σε ένα τόνο) και της περιορισμένης έντασής του. Το γαβάλ’ αποδίδει περίφημα το «μακρύ καϊτέ» ή «ορμανί’ καϊτέ» ή «ομάλια» (μακρόσυρτος σκοπός ή σκοπός του δάσους). Κατασκευάζεται από ξύλο ή καλάμι, αν και στον Πόντο χρησιμοποιούταν κυρίως ξύλο, καθώς το καλάμι ήταν δυσεύρετο. Το μήκος του κυμαίνεται από 25 μέχρι 40 εκατοστά. Σήμερα το συναντάμε με συνοδεία λύρας και νταουλιού, κάτι όμως που δε συνέβαινε στον Πόντο.
*κείμενο βασισμένο στο βιβλίο του Ν. Ζουρνατζίδη «Συμβολή στην Έρευνα των Χορών του Πόντου», Εκδόσεις Ψωμιάδειον, Αθήνα, 2013